κρυσταλλοφανής

κρυσταλλοφανής
κρυσταλλο-φανής, ές, von dem Scheine, der Durchsichtigkeit des Kristalls

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρυσταλλοφανής — ές (Α κρυσταλλοφανής, ές) αυτός που έχει διάφανη όψη σαν το κρύσταλλο αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρυσταλλοφανῆ κρυστάλλινα ποτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, παθ. αόρ. τού φαίνω), πρβλ. αληθο φανής,… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλοφανῶν — κρυσταλλοφανής of the look masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύσταλλος — ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ) 1. κάθε στερεό υλικό τού οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση τής εσωτερικής του συμμετρίας 2. διαφανής και καθαρός πάγος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”